- νυκτοειδής
- νυκτο-ειδής, ές,A like night, offog, Hp.Aër.8 ;
χρόνος ἐστὶν ἡμεροειδὲς καὶ ν. φάντασμα Epicur.Fr.294
(p.353 U.) ;σκότος Iamb. Protr.21
.κθ'.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρόνος ἐστὶν ἡμεροειδὲς καὶ ν. φάντασμα Epicur.Fr.294
(p.353 U.) ;σκότος Iamb. Protr.21
.κθ'.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νυκτοειδής — νυκτοειδής, ές (Α) [νυξ, νυκτός] όμοιος με τη νύχτα, σκοτεινός. επίρρ... νυκτοειδῶς (Μ) με σκοτεινό χρωματισμό («ἵνα τὰ ζιζάνια φανερὰ γένηται νυκτοειδῶς», Στουδ. Θεόδ.) … Dictionary of Greek
νυκτοειδές — νυκτοειδής like night masc/fem voc sg νυκτοειδής like night neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτοειδοῦς — νυκτοειδής like night masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτοειδῶς — νυκτοειδής like night adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτεροειδής — νυκτεροειδής, ές (Α) (δ. γρφ.) νυκτοειδής* … Dictionary of Greek
νυκτώδης — νυκτώδης, ῶδες (Μ) [νυξ] σκοτεινός σαν τη νύχτα, νυκτοειδής … Dictionary of Greek
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek